ώγμος

ώγμος
ὁ, (Α, ὦγμος)
ὄγμος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη γρφ. τού ὄγμος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὠγμός — a crying oh! masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωγμός — ὁ, Α [ὤζω] (κατά τον Ησύχ.) «φωνὴ μετὰ τοῡ ἐκβοηθῆναι ἢ μετὰ χειροτονίας» …   Dictionary of Greek

  • όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”